- επικρούω
- μετ.1) ударять; 2) разбивать (капсюль); У) мед. выстукивать, перкутировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικρούω — (AM ἐπικρούω) χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» χτυπάς το καρφί) νεοελλ. εξετάζω ασθενή με επίκρουση αρχ. 1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες») 2. εμπαίζω, χλευάζω 3. επικροτώ … Dictionary of Greek
επικρούω — επίκρουσα και επέκρουσα, επικρούστηκα, επικρουσμένος, μτβ. 1. χτυπώ κάτι επάνω ή από επάνω. 2. (ιατρ.), εξετάζω τον άρρωστο με επίκρουση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικρουόμενον — ἐπικρούω pres part mp masc acc sg ἐπικρούω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικροῦον — ἐπικρούω pres part act masc voc sg ἐπικρούω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούει — ἐπικρούω pres ind mp 2nd sg ἐπικρούω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούουσι — ἐπικρούω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρούω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκρουον — ἐπικρούω imperf ind act 3rd pl ἐπικρούω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκρούσω — ἐπικρούω aor ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκρουμένως — ἐπικρούω perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουομένην — ἐπικρούω pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουσθείη — ἐπικρούω aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)